Σορία

Σορία
η Сирия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Σορία" в других словарях:

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Καστίλη-Λεόν — (CastillayLeon). Αυτόνομη περιοχή (94.224 τ. χλμ., 2.479.425 κάτ. το 2001) στη βορειοκεντρική Ισπανία με πρωτεύουσα το Βαγιαδολίδ. Συνορεύει στα Β με την Καντάμπρια, ΒΑ με τη Χώρα των Βάσκων και τη Λα Ριόχα, Α με την Αραγονία, ΝΑ με την Καστίλη… …   Dictionary of Greek

  • Τίρσο ντε Μολίνα — (Tirso de Molina, ψευδώνυμο του Fray Gabriel Tellez, Μαδρίτη 1584; – Αλμαθάν, Σόρια 1648). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Αλκαλά ντε Ενάρες και μπήκε στο μοναχικό τάγμα των αδελφών του Ελέους. Έμεινε μερικά χρόνια στη …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… …   Dictionary of Greek

  • Ματσάδο, Aντόνιο — (Antonio Machado, Σεβίλη 1875 – Κολιούρ, Ανατολικά Πυρηναία 1939). Ισπανός ποιητής. Θεωρείται, μαζί με τον Χιμένεθ, ο πιο αξιόλογος ποιητής των αρχών του 20ού αι. στην Ισπανία. Σπούδασε στο Institution Libre de Ensenanza, και αργότερα έζησε για… …   Dictionary of Greek

  • Ντιέγκο, Χεράρντο — (Gerardo Diego, Σανταντέρ 1896 – 1987). Ισπανός ποιητής. Είναι ένας από τους κυριότερους εκπρόσωπους της γενιάς του 1927, δηλαδή της πιο σημαντικής ποιητικής κίνησης της σύγχρονης ισπανικής λογοτεχνίας. Πήρε το πτυχίο της φιλολογίας κι από το… …   Dictionary of Greek

  • Ντουέρο — (ισπαν. Duero, πορτογαλ. Douro, εξελλην. Δούρος). Ποταμός (770 χλμ.) της Ιβηρικής Χερσονήσου, που εκβάλλει στον Ατλαντικό Ωκεανό. Πηγάζει στην Ισπανία από τα Πίκος ντε Ουρμπίον (Ιβηρικά Όρη) και στρέφεται αρχικά στα Α· αφού περάσει στην πόλη… …   Dictionary of Greek

  • σπίρτα — Λεπτά μακρόστενα κομμάτια ξύλου ή σκληρού χαρτιού, με κεφαλή από εύφλεκτη χημική ουσία στο ένα άκρο τους, που προκαλεί εύκολα φλόγα με την τριβή. Το πρώτο σπίρτο στο σημερινό του σχήμα επινοήθηκε το 1817 από τον Άγγλο φαρμακοποιό Τζον Ουόκερ. Για …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»